περισκελείᾳ

περισκελείᾳ
περισκελείᾱͅ , περισκέλεια
hardness
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περισκέλεια — και περισκελία, ἡ, Α [περισκελής (Ι)] 1. σκληρότητα, σφοδρότητα, τραχύτητα 2. μτφ. άκαμπτη επιμονή, σκληρότητα …   Dictionary of Greek

  • περισκελείας — περισκελείᾱς , περισκέλεια hardness fem acc pl περισκελείᾱς , περισκέλεια hardness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκέλειαν — περισκέλεια hardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελία — ἡ, ΜΑ η περισκέλεια* …   Dictionary of Greek

  • περισκελασία — ἡ, Α (για τον ελλέβορο, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ως φάρμακο) η δριμύτητα, η δραστικότητα στην ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού περισκέλεια, κατά τα θερμ ασία, φλεγμ ασία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”